περιάνθιο
From LSJ
το
βοτ. το σύνολο τών πετάλων και τών σέπαλων ενός άνθους, ο ρόλος τών οποίων είναι να προστατεύουν τα αναπτυσσόμενα αναπαραγωγικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perianth < περι- + άνθος. Η λ., στον λόγιο τ. περιάνθιον, μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].