ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ὀλβιόμοιρος, -ον (Α)αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό-μοιρος].