πολυεδρικός
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν πολύεδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύεδρο
2. αυτός που έχει σχήμα πολυέδρου («πολυεδρική κρύσταλλος»).