πατρομητρόμοιος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, Μιχ. Γλυκᾶ Χρον. 107. 7.
-ον, Μόμοιος με τον πατέρα και τη μητέρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μήτηρ, μητρός + ὅμοιος.