παλαιμονῶ, -έω (Α)παλεύω, μάχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλαιμονῶ παράγεται από ένα προσηγορικό παλαίμων (< παλαίω + επίθημα -μων), που μαρτυρείται στο προσωνύμιο Παλαίμων (II)].