παλαιμονώ

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

παλαιμονῶ, -έω (Α)
παλεύω, μάχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλαιμονῶ παράγεται από ένα προσηγορικό παλαίμων (< παλαίω + επίθημα -μων), που μαρτυρείται στο προσωνύμιο Παλαίμων (II)].