οξύκερως
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
ὀξύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, κέρως (πρβλ. μονό-κερως)].