νυκτοπορία
English (LSJ)
ἡ,
A night-march, Plb. 5.7.3, D.S.18.40, Plu.Alex.22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.
Greek Monolingual
η (Α νυκτοπορία) νυκτοπόρος
(ιδίως για μετακινήσεις στρατευμάτων) πορεία στη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινή πορεία.