Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
ξενοβόρος, -ον (Α)αυτός που τρώγει τους ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, κρεο-βόρος].