1. ξεχειμάζω2. βγάζω τον χειμώνα, ζω μέχρι το τέλος του χειμώνα («δεν θα ξεχειμωνιάσει φέτος ο γέρος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χειμωνιάζω].