γέρος
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
ο (θηλ. γριά, η)
1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος
2. ο γέροντας πατέρας
3. ο ηλικιωμένος σύζυγος
4. στον πληθ. οι γέροι
οι γονείς
5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» — όσο κι αν κρύβει κάποιος την ηλικία του, φανερώνεται στις δύσκολες στιγμές
β) «γέρο είδες, λύκο είδες» — καμιά φορά οι γέροι είναι επικίνδυνοι για τις γυναίκες
γ) «αν δεν έχεις γέρο, πήγαινε κι αγόρασε» — οι ηλικιωμένοι δίνουν χρήσιμες συμβουλές στους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων, με μεταπλασμό (πρβλ. Χάρων-Χάρος, Χαρίτων-Χαρίτος, βαστάζων-βαστάζος, δράκων-δράκος, διάκων-διάκος).
ΠΑΡ. γέρικος, γεροσύνη (II), γέρουκας, γερούλης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεροβόσκω, γερογέροντας, γεροδαίμονας, γεροδιάβολος, γεροκολασμένος, γεροκομώ, γεροκούσαλο, γερόλυκος, γεροξεκούτης, γεροξούρας, γεροπαράξενος. (Β' συνθετικό) ασκημόγερος, ασχημόγερος, βρομόγερος, κακόγερος, καλόγερος, κουτσόγερος, λεβεντόγερος, μπαμπόγερος, ολόγερος, ομορφόγερος, παλιόγερος, πλουσιόγερος, πορνόγερος, πρωτόγερος, σκατόγερος, φτωχόγερος, χαμόγερος].