σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
-έωσύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκῶ (< -ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμ-ουλκώ].