ξυλοκάρυον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, = sq., Aët.16.146.
Greek Monolingual
ξυλοκάρυον, τὸ (Α)
το ξυλοκαρυόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρυον «καρύδι»].
[ᾰ], τό, = sq., Aët.16.146.
ξυλοκάρυον, τὸ (Α)
το ξυλοκαρυόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρυον «καρύδι»].