ξυλοκαρυόφυλλον
From LSJ
English (LSJ)
τό, clove, Id.1.131 (written ξηρο-).
Greek Monolingual
ξυλοκαρυόφυλλον και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α)
το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον.
Full diacritics: ξῠλοκᾰρῠόφυλλον | Medium diacritics: ξυλοκαρυόφυλλον | Low diacritics: ξυλοκαρυόφυλλον | Capitals: ΞΥΛΟΚΑΡΥΟΦΥΛΛΟΝ |
Transliteration A: xylokaryóphyllon | Transliteration B: xylokaryophyllon | Transliteration C: ksylokaryofyllon | Beta Code: culokaruo/fullon |
τό, clove, Id.1.131 (written ξηρο-).
ξυλοκαρυόφυλλον και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α)
το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον.