οδόστρωμα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

το
στρώμα της επιφάνειας οδού το οποίο είναι κατασκευασμένο από υλικά ανθεκτικά στις διάφορες καιρικές συνθήκες καθώς και στις καταπονήσεις από το βάρος τών πεζών και τών οχημάτων που κυκλοφορούν πάνω σε αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στρῶμα, μέσω αμάρτυρου οδοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Παντζείρη].