οινόμετρο
Greek Monolingual
το
όργανο που χρησιμοποιείται για την εύρεση της περιεκτικότητας του οίνου σε οινόπνευμα, αλλ. οινοπνευματόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνόμετρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].