οινόπνευμα

Greek Monolingual

το
κοινή ονομασία της χημικής ένωσης αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, αλλ. σπίρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πνεῦμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία].