ο (Α ὀκλαδίας)(στην αρχ. Ελλάδα) είδος μικρού πτυσσόμενου καθίσματος το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επινοήθηκε από τον μυθικό Δαίδαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω].