ὀκτασσαριαῑος, -αία, ον (Α)(για τόκο) ίσος με οκτώ ασσάρια μηνιαίως για κεφάλαιο 100 δηναρίων, δηλ. 6% ετησίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἀσσάριον «ρωμαϊκό νόμισμα»].