οκτάκωλος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀκτάκωλος, -ον (Α)
1. (για στροφή ποιήματος) αυτή που αποτελείται από οκτώ στίχους
2. αυτός που αποτελείται από οκτώ κώλα, από οκτώ μέρη ή μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου»].