οκτάχορδος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
και οχτάχορδος, -η, -ο (Α οκτάχορδος, -ον)
1. (για μουσική κλίμακα) αυτός που αποτελείται από οκτώ χορδές, δηλ. μουσικούς φθόγγους («ὀκτάχορδα συστήματα», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάχορδο
μουσικό όργανο με οκτώ χορδές
νεοελλ.
(για μουσικό όργανο) αυτός που έχει οκτώ χορδές («οκτάχορδη λύρα»)
αρχ.
φρ. «ὀκτάχορδον σύστημα» — μουσική κλίμακα από οκτώ φθόγγους, η οποία επινοήθηκε από τον Πυθαγόρα και βασίστηκε στην επτάχορδη κλίμακα του Τερπάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χορδή.