ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ὁλμοποιός, ὁ (Α)αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + -ποιός].