ολοσίδηρος
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
Greek Monolingual
ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.