ὁλοσίδηρος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
[ῐ], ον, all iron, μάχαιρα IG22.1481 (iv B. C.), cf. Antiph.216, IG11(2).145.37 (Delos, iv B. C.), Plu.Cam.40; ὁλοσίδηροι, οἱ, soldiers wearing coats of mail, = Lat. clibanarii, Lyd.Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 327] ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout en fer.
Étymologie: ὅλος, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοσίδηρος: (ῐ) целиком сделанный из железа, весь железный (παλτόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσίδηρος: [ῐ], -ον, ὅλος ἐκ σιδήρου, Ἀντιφῶν ἐν «Φιλίσκ.» 1.
Spanish
Greek Monolingual
ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.
Léxico de magia
-ον hecho todo de hierro de un anillo ποιήσας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλοσιδήρῳ, ὁλοστόμῳ haz unas pastas y séllalas con un anillo enteramente de hierro, templado por completo P IV 2691 de un cuchillo ἔχε δὲ πινακίδα ... καὶ μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον ten una tablilla y un cuchillo de doble filo todo de hierro P XIII 92