Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
ολόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που έχει γεμάτη, δηλ. βαθιά φωνή, αυτός που φωνάζει με όλη του τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].