ομοεργός
From LSJ
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
Greek Monolingual
ὁμοεργός, -όν (Μ)
αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. κακο-εργός].