Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
ὁμοεργός, -όν (Μ)αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. κακοεργός].