ον,
A whole, entire, Hero *Stereom.1.59.
ὁλόμαζος, -ον (Α)ολόκληρος, πλήρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μαζος (< μᾶζα), πρβλ. μεγαλό-μαζος].