ονοματομάχος
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
Greek Monolingual
ὀνοματομάχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη χρήση όρων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο-μάχος].