ὀνοκρόταλος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ὁ,

   A pelican, Plin.HN10.131, Mart.11.21.10.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, ein gallischer Vogel, Wasserrabe, Plin. H. N. 10, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκρότᾰλος: ὁ, ὁ πελεκάν, Πλίν. 10. 66, Μαρτ. 11. 21.

Greek Monolingual

ὀνοκρόταλος, ὁ (Α)
ο πελεκάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κρόταλον (< κροτώ)].