ονυχιμαίος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀνυχιμαῑος, -α, -ον (ΑΜ)
αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (Ι) + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου ονύχιμος].