ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.