ονοπρόσωπος
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.