οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.