Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.