ονοπρόσωπος Search Google

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.