Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
ὀνοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο όνου, γαϊδουρινή μούρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πρόσωπον.