οξυθυμώ
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
ὀξυθυμῶ, -έω (Α) οξύθυμος
1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα
2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, -έομαι
κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι.