ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].