Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεο- / ὀρο- / ὀροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο-τύπος.