ορνιθοθήρας
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
Greek Monolingual
ο (Α ὀρνιθοθήρας)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
ο (Α ὀρνιθοθήρας)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].