ορχιδώδη

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

τα
τάξη μονοκότυλων φυτών τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα δομή του άνθους τους και στην οποία ανήκει μία μόνον οικογένεια, οι ορχιδίδες ή ορχεΐδες, αλλ. ορχεοειδή.