ὀρφοβότης, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο-βότης].