Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
[Seite 385] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, χρυσόκολλα, Sp.
ὀροβῑτις, ἡ (Α)βλ. οροβίτης.