οστεοαρθρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρθρώσεις τών οστών
2. αυτός που πάσχει από οστεοαρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρικός.
-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρθρώσεις τών οστών
2. αυτός που πάσχει από οστεοαρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρικός.