οστεοαρθρίτιδα

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονώδης πάθηση μιας άρθρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoarthritis < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθρῖτις(-δα)].