τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain
ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].