ὀστοποιητικός

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοποιητικός Medium diacritics: ὀστοποιητικός Low diacritics: οστοποιητικός Capitals: ΟΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ostopoiētikós Transliteration B: ostopoiētikos Transliteration C: ostopoiitikos Beta Code: o)stopoihtiko/s

English (LSJ)

ὀστοποιητική, ὀστοποιητικόν, of or for making bone, δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, δύναμις Γαλην. 5. 12.

Greek Monolingual

ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].