ουρανίτης

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) το σύνολο τών φωσφορικών και αρσενικικών ορυκτών του ουρανίου τα οποία περιέχουν και αλκάλια ή αλκαλικές γαίες ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranite (< Ουρανός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].