ουρανίτης
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
ο
(ορυκτ.) το σύνολο τών φωσφορικών και αρσενικικών ορυκτών του ουρανίου τα οποία περιέχουν και αλκάλια ή αλκαλικές γαίες ή χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranite (< Ουρανός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].