ούρηση
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
η (Α οὔρησις, ιων. τ. πληθ. οὐρήσιες) ουρώ
η ενέργεια του ουρώ, το κατούρημα
νεοελλ.
φυσιολ. η διαδικασία αποβολής τών ούρων από την ουροδόχο κύστη, διαδικασία που ελέγχεται από νευρικά κέντρα τα οποία βρίσκονται στον νωτιαίο μυελό, στο εγκεφαλικό στέλεχος και στον φλοιό του εγκεφάλου.