ουρηρός
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
οὐρηρός, -ά, -όν (Α)
(συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].