ουρανοφάντωρ

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, -ορος)
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιερο-φάντωρ].