ουρανής

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ουρανί
το γαλάζιο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσ-ής)].