γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ὀχλικός, -ή, -όν (Α) όχλοςαυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός. επίρρ...ὀχλικώς (Α)με οχλικό τρόπο.